μεταλλειον

μεταλλειον
    μεταλλεῖον
    τό металл
    

(σίδηρος καὴ χαλκὸς καὴ πάντα τὰ μεταλλεῖα Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μεταλλειον" в других словарях:

  • μεταλλεῖα — μεταλλεῖον minerals neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλείου — μεταλλεῖον minerals neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλείο — Βλ. λ. ορυχείο· μετάλλευμα· μέταλλο. * * * το (Α μεταλλεῑον) [μέταλλο] νεοελλ. 1. ο χώρος ὄπου γίνεται η εξόρυξη μεταλλεύματος και το σύνολο τών σχετικών εγκαταστάσεων, ορυχείο μετάλλων, μεταλλωρυχείο 2. μτφ. α) αυτός που έχει κάτι σε αφθονία… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»